-
1 προσφθείρομαι
A meet to one's own or another's hurt, meet in an evil hour, ἤν σοι λοιδορῆται προσφθαρείς if he, curse him, meet and insult you, Ar.Ec. 248; θεούσῃ νηῒ προσφθαρείς mischievously meeting a ship in full course, Ael.NA2.17; θηρίῳ (of a person)προσέφθαρσαι Alciphr.1.32
, cf. 34; also, make an acquaintance in an evil hour, Plu. 2.482b:—dub. sens. in POxy.1100.20 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσφθείρομαι
См. также в других словарях:
προσφθείρομαι — Α 1. συναντώ κάποιον σε κακή στιγμή («θεούσῃ νηΐ προσφθαρείς», Αιλ.) 2. κάνω γνωριμία με κάποιον σε κακή περίσταση («ἀλλοτρίων ἐκ πότου τινὸς προσφθαρέντων», Πλούτ.) 3. (σπαν. το ενεργ.) προσφθείρω μολύνω, μιαίνω … Dictionary of Greek